- ξενοφωντείων
- ξενοφώντειοςoffem gen plξενοφώντειοςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενοφώντειος — ξενοφώντειος, εία, ον (Α) [Ξενοφών] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ξενοφώντα («λόγων τῶν ξενοφωντείων», Δίων Χρυσ.) … Dictionary of Greek